φθινοπωρινός: Difference between revisions

strοng
(6_11)
(strοng)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθῐνοπωρῐνός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ [[φθινόπωρον]] ἀνήκων, κατὰ τὸ [[φθινόπωρον]] γινόμενος, Ἱππ. Ἀφορ. 1245, Ἀριστ. Ἀποσπ. 232· [[ἰσημερία]] ἡ φθ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 3, Πολύβ. 4. 37, 2.
|lstext='''φθῐνοπωρῐνός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ [[φθινόπωρον]] ἀνήκων, κατὰ τὸ [[φθινόπωρον]] γινόμενος, Ἱππ. Ἀφορ. 1245, Ἀριστ. Ἀποσπ. 232· [[ἰσημερία]] ἡ φθ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 3, Πολύβ. 4. 37, 2.
}}
{{StrongGR
|strgr=from derivative of phthino (to [[wane]]; [[akin]] to the [[base]] of [[φθείρω]]) and [[ὀπώρα]] ([[meaning]] [[late]] [[autumn]]); [[autumnal]] (as stripped of leaves): whose [[fruit]] withereth.
}}
}}