3,274,216
edits
(6_3) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψίλωμα''': [ῑ], τό, [[ὀστοῦν]] γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083. | |lstext='''ψίλωμα''': [ῑ], τό, [[ὀστοῦν]] γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[ψιλῶ]]<br /><b>1.</b> [[σημείο]] του σώματος απογυμνωμένο από [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[οστό]] απογυμνωμένο από σάρκες. | |||
}} | }} |