separado
Spanish > Greek
ἀμιγής, ἀνεπίμικτος, ἀπολελυμένος, ἀπόλυτος, ἀποπεπλεγμένος, ἀποσπάς, ἀπόσπαστος, διαιρετός, διάτομος, διαχωρισθείς, διερριμμένος, δρύφακτος, εἰλικρινής, ἔκτακτος, ἐνδεδασμένος
ἀμιγής, ἀνεπίμικτος, ἀπολελυμένος, ἀπόλυτος, ἀποπεπλεγμένος, ἀποσπάς, ἀπόσπαστος, διαιρετός, διάτομος, διαχωρισθείς, διερριμμένος, δρύφακτος, εἰλικρινής, ἔκτακτος, ἐνδεδασμένος