understand
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. μανθάνειν, ἐπαΐειν, συνιέναι (acc. or gen.), ἐννοεῖν (or mid.), ὑπολαμβάνειν (Euripides, I a. 523, but rare V.), P. καταλαμβάνειν, καταμανθάνειν, κατανοεῖν, συννοεῖν; see grasp.
take, interpret (in a certain sense): P. ἐκλαμβάνειν, ὑπολαμβάνειν.
supply in thought: P. προσυπακούειν.
easy to understand, adj.: P. and V. εὐμαθής (Xen.), σαφής, V. εὔσημος, εὐσύμβολος, εὐσύμβλητος, συνετός; see intelligible.