ἀμφίγλωσσος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίγλωσσος Medium diacritics: ἀμφίγλωσσος Low diacritics: αμφίγλωσσος Capitals: ΑΜΦΙΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: amphíglōssos Transliteration B: amphiglōssos Transliteration C: amfiglossos Beta Code: a)mfi/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A ambiguous, Eust.489.19, al.

German (Pape)

[Seite 137] doppelzüngig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίγλωσσος: -ον, = δίγλωσσος, Συνέσ. 122D. ΙΙ. ἀμφίβολος, ἀσαφής, σκοτεινός, Εὐστ. 489. 19, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 bilingüe Synes.Prouid.M.66.1269B.
2 ambiguo subst. τὸ ἀ. ambigüedad τὸ τοῦ Ὁμήρου ἀμφίγλωσσον Eust.489.19.

Greek Monolingual

ἀμφίγλωσσος, -ον (Μ)
1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα
2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γλωσσος < γλῶσσα.