απόκλιση
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
Greek Monolingual
η (Α ἀπόκλισις) αποκλίνω
νεοελλ.
1. εκτροπή προς άλλη κατεύθυνση, παρέκκλιση
2. (για βολή) η απόσταση του σημείου πτώσης του βλήματος από το κέντρο του στόχου
αρχ.
1. κλίση, τροπή προς το αντίθετο μέρος
2. κατάπτωση, παρακμή
3. κλίση προς τα κάτω, κατάβαση
4. η δύση ή η κλίση του ήλιου προς τη δύση.