απόκλιση

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπόκλισις) αποκλίνω
νεοελλ.
1. εκτροπή προς άλλη κατεύθυνση, παρέκκλιση
2. (για βολή) η απόσταση του σημείου πτώσης του βλήματος από το κέντρο του στόχου
αρχ.
1. κλίση, τροπή προς το αντίθετο μέρος
2. κατάπτωση, παρακμή
3. κλίση προς τα κάτω, κατάβαση
4. η δύση ή η κλίση του ήλιου προς τη δύση.