άπονος
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
-η, -ο (AM ἄπονος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
άσπλαχνος, σκληρόκαρδος
αρχ.
1. ο δίχως μόχθο ή κόπο, άκοπος
2. ο δίχως πόνο, ανώδυνος
3. (για ανθρώπους) οκνηρός, τεμπέλης.