κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
η (AM ἀρτιότης, -ότητος)1. η ακεραιότητα, η πληρότητα2. η ιδιότητα ενός αριθμού ή μιας συνάρτησης να είναι άρτιοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτιος].