ἀνατάσσω

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατάσσω Medium diacritics: ἀνατάσσω Low diacritics: ανατάσσω Capitals: ΑΝΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: anatássō Transliteration B: anatassō Transliteration C: anatasso Beta Code: a)nata/ssw

English (LSJ)

Att. ἀνα-τάττω, aor. 2 Pass. ἀνετάγην,

   A countermand expenditure, D.C.78.18 (Pass.):—Med., go regularly through again, rehearse, Plu.2.968c; set in order, διήγησιν Ev.Luc.1.1.

German (Pape)

[Seite 210] anordnen, der Ordnung nach aufstellen. – Med., der Reihe nach durchgehen, bes. wissenschaftliche Untersuchungen noch einmal vornehmen, Plut. auch von den Elephanten, τὰ μαθήματα, das Gelernte wiederholen, Sol. anim. 12; N. T. διήγησιν, nach sorgfältiger Prüfung erzählen.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω

• Morfología: [aor. ἀνετάγη D.C.78.18.5]
I 1en v. med. redactar διήγησιν Eu.Luc.1, ἐγκώμιον Philost.HE 3.21
en v. pas. ἀνατέτακται διὰ Λουρίου (el documento) ha sido redactado por Lurio, PFam.Teb.21.36 (II d.C.)
en v. act. inscribir κατὰ τάξιν ὡς ἱερατεύκαντι πατριαστεὶ πάντας ἀνατάξαι SIG 793.12 (Cos I d.C.).
2 repasar τὰ μαθήματα Plu.2.968c.
3 elevar en v. pas. φωνὰς ἀπὸ ψυχῆς καὶ καρδίας πρὸς σε ἀνατεταγμένας pap. en PO 18.p.431.
II reducir, cortar gastos en v. pas. (πάντα) ἀνετάγη D.C.l.c.
III gram. en v. act. retrotraer el acento, EM 152.28G.

Greek Monolingual

ἀνατάσσω και -ττω)
εκτελώ ανάταξη, τοποθετώ κάτι πάλι στη θέση του, στην αρχική του τάξη
αρχ.
1. επαναλαμβάνω, διεξέρχομαι πάλι
2. ανακαλώ παλαιότερο θέσπισμα, μεταρρυθμίζω
3. συνθέτω, συντάσσω, συγγράφω.