απολαύω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
(AM ἀπολαύω)
1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος
2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι
νεοελλ.
(με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος
αρχ.
1. βγαίνω ωφελημένος
2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό
3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀπολαύοντες
αυτοί που καρπώνονται τον κόπο των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο - + λαύω. Το β' συνθετικό συνδέεται με το αττ. λεία, δωρ. λᾱ-Fίā και πιθ. με το λαρός «ευχάριστος» από τα οποία συνάγεται θ. law- ή lāw-, που απαντά επίσης στα γοτθ. lăun «μισθός», (αρχ. σλαβ.) lovŭ «λεία», λατ. lūctum «κέρδος» κ.λπ.
ΣΥΝΘ. εναπολαύω, επαπολαύω, παραπολαύω, προαπολαύω, προσαπολεύω, συναπολαύω.