βαρυφορτώνω

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και βαριοφορτώνω
1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο
2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι' αυτόν υποχρεώσεις
3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο
4. (για λόγο) προσθέτω πολλά ρητορικά σχήματα.