αχρωματικός

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

και αχρωστικός, -ή, -ό
1. ο σχετικός με τον αχρωματισμό
2. λέγεται για οπτικό σύστημα που καταργεί τη χρωματική εκτροπή του φωτός εξαιτίας της οποίας τα άκρα των ειδώλων των αντικειμένων εμφανίζονται έγχρωμα («αχρωματικό πρίσμα», «αχρωματικός φακός»).