αχλυόπεζα

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ἀχλυόπεζα, η (Α)
(για την Αυγή) αυτή που έχει τα πόδια της μέσα στην ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχλύς (-ύος) + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πους «το πόδι»].