ανακαθίζω

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

ἀνακαθίζω)
Ι. (μτβ.)
1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω
3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τον χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει το περιεχόμενο του και να χωρέσει έτσι περισσότερη ποσότητα
ΙΙ. (αμτβ.)
1. ανασηκώνομαι, ενώ είμαι ξαπλωμένος, ώστε να έχω τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. σηκώνομαι από τη θέση μου και κάθομαι αλλού, αλλάζω θέση
3. (για παιδιά και φυτά) αναπτύσσομαι, αυξάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καθίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακάθιση, ανακάθισμα, ανακαθιστός].