βούληση

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η (AM βούλησις) βούλομαι
1. θέληση, επιθυμία
2. πρόθεση, σκοπός
νεοελλ.
1. η ικανότητα του υποκειμένου να αντιδρά στην κατάστασή του (ορμή, άμεση αντίδραση σε μια κατάσταση, προσπάθεια για έναν σκοπό, απόφαση και συγκέντρωση της θέλησης προς τον σκοπό)
2. φρ. α. «δήλωση βουλήσεως» — δήλωση με την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιδιώκει να επιφέρει έννομα αποτελέσματα
β. «κατά βούλησιν» — στρατιωτικό, παράγγελμα που παρέχει μεγαλύτερη ευχέρεια στην εκτέλεση κίνησης ή βολής
αρχ.
η σημασία ενός ποιήματος ή μιας λέξης.