γειτνιώ

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

γειτνιῶ, -άω (AM)
1. είμαι κοντινός, γειτονεύω
2. μοιάζω με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων (-ονος), με μηδενισμένη βαθμίδα θέματος. Ο τ. γειτνία θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο του γειτνιώ, ενώ είχε υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, ότι δηλ. το ρ. γειτνιώ < γειτνία < γείτων (-ονος)].