γαυριάζω

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω
2. γαυριώ, καμαρώνω
3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι
4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις -ζω (πρβλ. ρουφίζω-ρουφώ, βλογίζω-βλογώ κ.λπ.].