γεραιόφλοιος
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ον,
A with old, wrinkled skin, σῦκα AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 485] mit alter, runzlicher Rinde, σῦκα Philip. 20 (VI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
γεραιόφλοιος: -ον, ἔχων πεπαλαιωμένον, ἐρρυτιδωμένον φλοιόν, δέρμα, Ἀνθ.II. 6. 102.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la peau ridée.
Étymologie: γεραιός, φλοιός.
Spanish (DGE)
-ον
de piel vieja, e.d. arrugada σῦκα AP 6.102 (Phil.).
Greek Monolingual
γεραιόφλοιος, -ον (Α)
(για δέντρο) με γέρικο φλοιό, γεμάτο ρυτίδες.