διάδοχος
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ον,
A succeeding a person in a thing: 1 c. dat. pers. et gen. rei, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης his successor in the command, Hdt.5.26, cf. 1.162, etc.; θνητοῖς . . διάδοχοι μοχθημάτων succeeding them in, i.e. relieving them from, toils, A.Pr.464, cf. 1027; σοι τῶνδε διάδοχος δόμων E.Alc.655. 2 c. gen. rei only, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας succeeding to his command, Th.8.85; δ. τῆς κληρονομίας Isoc.19.43; τῆς φιλοσοφίας Epicur.Fr.217. 3 c. gen. pers. only, φέγγος ὕπνου δ. sleep's successor light, S.Ph. 867. 4 c. dat. pers. only, δ. Κλεάνδρῳ X.An.7.2.5: c. dat. rei, ἔργοισι δ' ἔργα διάδοχα E.Andr.743; κακὸν κακῷ δ. ib.803; quasiact., λύπη . . δ. κακῶν κακοῖς bringing a succession of evils after evils, Hec.588; ἀγὼν . . γόων γόοις (γόων bis codd.) δ. Supp.72 (lyr.). 5 abs., διάδοχοι ἐφοίτων they went to work in relays or gangs, Hdt.7.22, cf. Th.1.110: neut. pl. as Adv., in turn, E.Andr.1200(lyr.). 6 as Subst., οἱ Δ. the Successors of Alexander, D.S.18.42. b the lowest grade of court officials at Alexandria, OGI100.4, PAmh.2.36.5, PRyl.67.2 (both ii B. C.). c substitute, deputy, BGU852.4 (ii A. D.), POxy.54.7 (iii A. D.). d head of a school of philosophers, τῆς σχολῆς Phld.Ind.Sto.53; δ. Στωικός IG3.661, cf. 22.1009 (Epist. Plotinae). e a kind of gem, Plin.HN37.157.
Greek (Liddell-Scott)
διάδοχος: ὁ, ἡ, (διαδέχομαι) ὁ διαδεχόμενός τινα ἔν τινι πράγματι. 1) μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγματος, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ὁ διάδοχος αὐτοῦ ἐν τῇ στρατηγίᾳ, Ἡρόδ. 5. 26, πρβλ. 1. 162, κτλ.· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., θνητοῖς… διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι αὐτοὺς ἐν…, δηλ. ἀνακουφίζοντες ἢ ἀντικαθιστῶντες αὐτοὺς ἐν τοῖς κόποις, Αἰσχύλ. Πρ. 164, πρβλ. 1027· σοι τῶνδε διάδοχος δόμων Εὐρ. Ἀλκ. 655, πρβλ. Ἰσοκρ. 393Α. 2) μετὰ γεν. πράγμ. μόνον, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας, διαδεξάμενος αὐτὸν ἐν τῇ ναυαρχίᾳ, Θουκ. 8. 85. 3) μετὰ γεν. προσ. ἢ πράγμ. μόνον, φέγγος ὕπνου δ., τὸ φῶς τὸ διαδεχόμενον τὸν ὕπνον, Σοφ. Φ. 867. 4) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, δ. Κλεάνδρῳ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 5· - καὶ ἐπὶ παρομοίας σημασίας, ἔργοισι δ’ ἔργα διάδοχα Εὐρ. Ἀνδρ. 743· κακὸν κακῷ δ. αὐτόθι 804· ἀλλ’ ὁ Εὐρ. ἐνίοτε μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐν μεταβατ. σημασίᾳ, λύπη… διάδοχος κακῶν κακοῖς, ἐπιφέρουσα διαδοχὴν κακῶν μετὰ κακά, Ἡσ. 588· ἀγὼν… γόων γόοις διάδοχος Ἱκέτ. 71. 5) ἀπολ., διάδοχοι ἐφοίτων, ἐπορεύοντο εἰς τὸ ἔργον διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. Θουκ. 1. 110· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαδοχικῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 1201.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. intr. 1 qui recueille la succession de, qui succède à : τινι διάδοχος δόμων EUR, κληρονομίας ISOCR qui recueille la maison, l’héritage de qqn ; διάδοχος τινι τῆς στρατηγίης HDT qui succède à qqn dans le commandement d’une armée ; διάδοχος τῆς τινος ναυαρχίας THC qui succède à qqn dans le commandement d’un navire ou d’une flotte ; ὦ φέγγος ὕπνου διάδοχον SOPH ô lumière qui succède au sommeil ! διάδοχος Κλεάνδρῳ XÉN successeur de Cléandre ; κακὸν κακῷ διάδοχον EUR mal qui succède à un mal ; abs. διάδοχος qui succède à qqn pour faire qch;
2 qui répond à, qui se fait en retour de : ἔργοισι ἔργα διάδοχα ἀντιλήψεται EUR il recevra un traitement répondant à celui que je recevrai de lui, càd il sera traité comme il me traitera, je lui rendrai la pareille ; abs. διάδοχα en retour, en réponse;
II. tr. qui fait se succéder : λύπῃ δ. κακῶν κακοῖς EUR peine qui remplace les maux par des maux, qui fait succéder des malheurs aux malheurs.
Étymologie: διαδέχομαι.
English (Strong)
from διαδέχομαι; a successor in office: room.
English (Thayer)
διαδόχου, ὁ, ἡ (διαδέχομαι), succeeding, a successor: Herodotus 5,26 down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάδοχος, -ον) διαδέχομαι
1. αυτός που διαδέχεται άλλον σ' ένα έργο (αξίωμα, υπούργημα)
2. (συνήθως ειρωνικά) ο πρωτότοκος γιος κάποιου
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι διάδοχοι
οι απομένοντες, οι επιγενόμενοι, οι μεταγενέστεροι σε αντίθεση προς τους προγόνους, τους προπάτορες
αρχ.-μσν.
ο κληρονόμος
αρχ.
1. αρχηγός φιλοσοφικής σχολής
2. πληθ. Διάδοχοι
έτσι αποκλήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους ιστορικούς οι στρατηγοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι μετά τον θάνατο του (323 π.Χ.) διένειμαν μεταξύ τους το κράτος του
4. (στον πληθ. επίσης) οι διάδοχοι
η κατώτερη κλάση της Αυλής τών Πτολεμαίων (πρώτη είναι οι συγγενείς, δεύτερη οι πρώτοι φίλοι που θεωρούνταν ομότιμοι τοις συγγενέσι, τρίτη οι αρχισωματοφύλακες, τέταρτη οι φίλοι και πέμπτη οι διάδοχοι).