διάθεση
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
Greek Monolingual
η (Α διάθεσις, -εως) διατίθημι
1. τοποθέτηση, διάταξη σε χώρο, διευθέτηση, τακτοποίηση, συγύρισμα
2. χρησιμοποίηση πραγμάτων (κυρίως χρημάτων)
3. μοίρασμα περιουσίας, κληροδοσία (συνήθως με διαθήκη)
4. ψυχική ή σωματική κατάσταση, κέφι, όρεξη
5. τα αισθήματα που τρέφει κανείς για κάποιον άλλο
6. πληθ. οι διαθέσεις
ο σκοπός, οι προθέσεις
7. γραμμ. έννοια εκφραζόμενη από το ρήμα (ενέργεια, πάθος, κατάσταση)
8. φρ. α) «είμαι στη διάθεσή σου» — μπορώ να σέ εξυπηρετήσω όπως νομίζεις
β) «δεν έχω διάθεση για ύπνο απόψε» — δεν νυστάζω
αρχ.
1. διαρρύθμιση έργων τέχνης ή μελών γλυπτού συμπλέγματος
2. ρητορική δεινότητα
3. ομοιότητα
4. έκθεση για πώληση
5. διαθήκη.