ἐγγλύφω

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγλῠφω Medium diacritics: ἐγγλύφω Low diacritics: εγγλύφω Capitals: ΕΓΓΛΥΦΩ
Transliteration A: englýphō Transliteration B: englyphō Transliteration C: egglyfo Beta Code: e)gglu/fw

English (LSJ)

   A carve, ζῷα ἐν λίθοισι Hdt.2.4; ζῷα ἐγγεγλυμμένα ib.124; αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι ib.138; λίθος εἰκόνα -γεγλυμμένος J.AJ19.2.3; hollow out, [γογγύλην] Dsc.2.110, al.:—Pass., ὀστοῦ-γλυφέντος having a groove, Gal.2.255.

German (Pape)

[Seite 701] einschneiden, eingraben, in Stein, Holz u. dgl.; Her. ζῷα ἐν λίθοις 2, 4, u. öfter im pass., ἐγγέγλυμμαι 2, 106. 148; Plat. Eryx. 400 b; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγλύφω: ῠ: μέλλ. -ψω, χαράττω, ἐγχαράττω, «σκαλίζω», ζῷα ἐν λίθισοι Ἡρόδ. 2. 4· ζῷα ἐγγεγλυμμένα αὐτόθι 124· αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι αὐτόθ. 138.

French (Bailly abrégé)

graver sur : αἱμασίη ἐγγεγλυμμένη τύποισι HDT mur de pierres sèches couvert de figures gravées.
Étymologie: ἐν, γλύφω.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. en inscr. ἐνγ-
1 esculpir, grabar ζῷα ἐν λίθοισι Hdt.2.4, cf. Corinth.8(1).89.2 (imper.), τὴν εἰκόνα τὴν ἑαυτοῦ ... ἐκείνῃ (σφραγῖδι) D.C.51.3.6, en v. pas. αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138, ζῴων ἐγγεγλυμμένων Hdt.2.124, παρὰ ταῖς πανοπλίαις πλοῖα LXX 1Ma.13.29, τὰ ῥήματά μου ... ἐν γραφείῳ σιδηρῷ LXX Ib.19.24, (δακτύλιον) ἐγγεγλυμμένην ἔχοντα τὴν Μιθριδάτου εἰκόνα Posidon.253.54, cf. Ael.NA 10.15, ἡ τοῦ δηλουμένου ἱεροῦ ... ἀσυλία IFayoum 116.34, 117.32 (ambas I a.C.), καθ' ἑκάτερον τῶν λίθων ἓξ ὀνόματα Ph.2.153, cf. Str.2.3.4, Poliorc.252.15, ὁ ἄνθρωπος ... τοῖς ἱεροῖς Clem.Al.Strom.5.7.42, ἐν δὲ τοῖς ὀρθοῖς κανονίοις ... σωλῆνες Hero Spir.1.5, c. ac. λίθος δὲ εἰκόνα Γαΐου ἐγγεγλυμμένος piedra esculpida con la imagen de Gayo I.AI 19.185, λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τριπρόσωπος PMag.4.2879
fig. grabar ἐγγλύψαι τῷ νῷ πάθος Nil.M.79.449D.
2 excavar, vaciar, ahuecar τὴν ῥίζαν (γογγύλης) Dsc.2.110, en v. pas. κυκλαμίνου ῥίζα ἐγγλυφεῖσα Dsc.Eup.1.170.2, 171.2
hacer ranuras o hendiduras ἐγγεγλύφθωσαν δὲ δι' ὅλου ... τοῦ ξύλου ἐπιμήκεις τινὲς οἷον τάφροι Paul.Aeg.6.118.4, cf. 7, en anat. ref. las prominencias de ciertos huesos donde se insertan los músculos y tendones ἡ φύσις ... ἐγγλύψασα μὲν τοῦ πρώτου σφονδύλου τὸ ταύτῃ μέρος Gal.4.24, cf. 3.843, en v. pas. Gal.2.255.

Greek Monolingual

(AM ἐγγλύφω)
1. χαράζω, σκαλίζω
2. κοιλαίνω
αρχ.
παθ. έχω αυλάκια.