ελεημοσύνη
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
Greek Monolingual
η (AM ἐλεημοσύνη)
1. συμπαράσταση προς τους πάσχοντες, ευσπλαγχνία
2. χρηματική ή άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς και τους πάσχοντες
μσν.- νεοελλ.
επιείκεια, μετριοπάθεια
μσν.
κατανόηση.