ἐκτρωτικός

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρωτικός Medium diacritics: ἐκτρωτικός Low diacritics: εκτρωτικός Capitals: ΕΚΤΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ektrōtikós Transliteration B: ektrōtikos Transliteration C: ektrotikos Beta Code: e)ktrwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A abortive, δύυαμις Plu.2.974d.

German (Pape)

[Seite 784] ή, όν, die zu frühe Geburt hervorbringend, δύναμις Plut. sol. an. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρωτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκτρωσιν, (τὴν βοτάνην) ἐκτρωτικὴν δύναμιν ἔχουσαν Πλούτ. 2. 974D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à faire avorter.
Étymologie: ἐκτιτρώσκω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν abortivo, δύναμις del díctamo, Plu.2.974d.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐκτρωτικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έκτρωση ή τήν προκαλεί («εκτρωτικά φάρμακα»)
II. επίρρ. εκτρωτικώς
με τρόπο που προκαλεί έκτρωση.