διάσωση
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
η (Μ διάσωσις)
σωτηρία, απαλλαγή από κίνδυνο
νεοελλ.
διατήρηση από τη φθορά του χρόνου («διάσωση κειμηλίων»)
μσν.
ασφαλής μεταφορά.