διάσωση

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

η (Μ διάσωσις)
σωτηρία, απαλλαγή από κίνδυνο
νεοελλ.
διατήρηση από τη φθορά του χρόνου («διάσωση κειμηλίων»)
μσν.
ασφαλής μεταφορά.