Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
-η, -ο / ψιλούτζικος, -η, -ον, ΝΜ
κάπως ψιλός, αρκετά ψιλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μεγαλ-ούτσικος)].