ενθρονίζω

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

και ενθρονιάζω (AM ἐνθρονίζω) ένθρονος
1. (για ηγεμόνες ή επισκόπους) εγκαθιστώ κάποιον ηγεμόνα, ανεβάζω στον θρόνο
2. μέσ. ενθρονίζομαι
θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και παραμένω κάπου απρόσκλητος παριστάνοντας τον αρχηγό
μσν.
1. καθαγιάζω, εγκαινιάζω αγία τράπεζα
2. (για ταφή νεκρού) τοποθετώ, θάβω.