ἔνσχιστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A split, cleft, Thphr.CP5.17.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνσχιστος: -ον, ὁ ἐντὸς ἐσχισμένος, σχιστός, θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 2.
Spanish (DGE)
-ον
bot. cortado, abierto en dos τὰ τῆς ἐλάτης (ξύλα) para extraer la médula, Thphr.CP 5.17.2.