αγλαόγυιος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
ἀγλαόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + γυῖον.