άγρευση

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

η (Α ἄγρευσις) ἀγρεύω
νεοελλ.
Ναυτ. (κν. πεσκάρισμα ή ντράγκα)
η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένων που έχουν βυθιστεί στον βόρβορο του βυθού της θάλασσας και δεν εξέχουν από τον πυθμένα, όπως στην περίπτωση αποκοπής της αλυσίδας της άγκυρας, του καλωδίου κ.λπ
αρχ.
σύλληψη, πιάσιμο.