άγρευση
From LSJ
η (Α ἄγρευσις) ἀγρεύω
νεοελλ.
Ναυτ. (κν. πεσκάρισμα ή ντράγκα)
η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένων που έχουν βυθιστεί στον βόρβορο του βυθού της θάλασσας και δεν εξέχουν από τον πυθμένα, όπως στην περίπτωση αποκοπής της αλυσίδας της άγκυρας, του καλωδίου κ.λπ
αρχ.
σύλληψη, πιάσιμο.