λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: ἐπείσιον | Medium diacritics: ἐπείσιον | Low diacritics: επείσιον | Capitals: ΕΠΕΙΣΙΟΝ |
Transliteration A: epeísion | Transliteration B: epeision | Transliteration C: epeision | Beta Code: e)pei/sion |
A v. ἐπίσιον.
[Seite 912] τό, = ἐπίσειον, Lycophr. 1385.
ἐπείσιον: τό, = ἐπίσειον, Λυκόφρ. 1385.
ἐπείσιον, το (Α)
το επίσειον, η περιοχή του εφηβαίου.