ἑτοιμολογία

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, Geneigtheit zum Reden, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμολογία: ἡ, τὸ ἑτοίμως καὶ εὐχερῶς λέγειν, Ἐπιφάν. ΙΙ. 376Α: - ἑτοιμο-λόγος, ον, ἕτοιμος εἰς τὸ λέγειν, ὁ ἑτοίμως ἀπαντῶν, Φωτίου Λεξ. ἐν λ. εὑρεσίλογος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑτοιμολογία) ετοιμόλογος
η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῡ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.)
νεοελλ.
1. η προχειρολογία
2. η πνευματική ευστροφία.