εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ἑτερόσχημος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα ή μορφή
αρχ.
αυτός που δεν είναι τακτικός ή κανονικός, ο ακανόνιστος, ο άτακτος («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχημος (< σχήμα), (πρβλ. κακό-σχημος, εύ-σχημος)].