ενδότερος
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐνδότερος, -α, -ο)
1. εσώτερος, αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότερα
το εσωτερικό μιας χώρας ή τα εσωτερικά διαμερίσματα οικοδομήματος
αρχ.
επίρρ. ἐνδοτέρω
1. ακόμη πιο μέσα
2. (για βιβλίο) κατωτέρω, παρακάτω
3. φρ. α) «ἐνδοτέρω συστέλλω ἐμαυτόν» — γίνομαι υπερβολικά φειδωλός
β) «ἐνδοτέρω τῆς χρείας προσάγομαί τινα» — αναπτύσσω στενότερες σχέσεις με κάποιον.