εργατιά

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

και εργατεία, η (AM ἐργατεία) εργάτης
εργασία, μόχθος
νεοελλ.
οι εργάτες, το σύνολο τών εργατών
μσν.
καταναγκαστική εργασία, αγγαρεία.