ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἀειθανής, -ές (Α)αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο του θανάτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θανής < θαν-, θ. αόρ. β' ἔθανον του θνῂσκω].