τηρητικός
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ή, όν,
A observant, Str.3.5.8; ἀκολουθία S.E.M.8.288, cf. Anon.Lond.36.49; τ. αἵρεσις, τ. ἄνδρες, = ἐμπειρική (-κοί), Gal. Sect.Intr.1. 2 Pass., needing to be observed, D.L.9.108. Adv. -κῶς by observation, S.E.M.5.70. 3 retaining, βωμὸς τ. θυσιῶν Ph.2.151; preservative, Ar.Did.Epit.33; τοῦ ὑγιαίνειν Sor.1.42; φύσεων Theol.Ar.5.