ημιαστραγάλιον
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
Greek Monolingual
ἡμιαστραγάλιον, το (Α)
μισός αστράγαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αστραγάλ-ιον (< θ. αστραγαλ- του αστράγαλ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].