ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
η θυμάρι1. έκταση γεμάτη θυμάρι2. συστάδα από θυμαριές2. το φυτό θύμος, το θυμάρι3. σκούπα από θυμάρια, αγριόσκουπα.