καλάθωσις

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλάθωσις Medium diacritics: καλάθωσις Low diacritics: καλάθωσις Capitals: ΚΑΛΑΘΩΣΙΣ
Transliteration A: kaláthōsis Transliteration B: kalathōsis Transliteration C: kalathosis Beta Code: kala/qwsis

English (LSJ)

[λᾰ], εως, ἡ,

   A coffering of a ceiled roof, Gloss.; cf. καλαθίσκος 1.2.

Greek Monolingual

καλάθωσις, ἡ (Μ) καλαθώ
1. φάτνωση, κατασκευή οροφής διακοσμημένης με διάφορα ποικίλματα, κυρίως με καλαθίσκους, με διακοσμήσεις σε σχήμα καλαθιού
2. η ίδια η διακόσμηση της οροφής με γλυπτούς καλαθίσκους
3. η διακοσμημένη ή γλυπτή οροφή, ιδίως με γλυπτούς καλαθίσκους.