ισοτελής
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοτελής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου
2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα»)
αρχ.
1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά δικαιώματα αλλά όχι πολιτικά, αυτός που δεν καταβάλλει το «μετοίκιον» αλλά φορολογείται όπως και οι Αθηναίοι πολίτες
2. (για την Ήρα) ισότιμος («ἰσοτελὴς τῷ Διί» Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. δημο-τελής, νεο-τελής].