καλαθοποιός

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

όν,

   A making baskets, A.D.Adv.189.7.

German (Pape)

[Seite 1306] korbmachend, Apoll. Dysc. in B. A. 602.

Greek Monolingual

ο
αυτός που κατασκευάζει καλάθια ή άλλα πλεκτά είδη από κλάδους ιτιάς ή λυγαριάς, ή από καλάμι ή χόρτο.