επιβεβαίωση
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
Greek Monolingual
η (AM ἐπιβεβαίωσις) επιβεβαιώνω
βεβαίωση με πρόσθετες αποδείξεις
νεοελλ.
απόδειξη («η ταραχή του είναι επιβεβαίωση της ενοχής του»)
αρχ.
εγγύηση, ασφάλεια.