επαναστατώ

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

(-έω) επαναστάτης
1. κάνω επανάσταση, εξεγείρομαι ζητώντας την ανεξαρτησία μου («οι Έλληνες επαναστάτησαν εναντίον τών Τούρκων»)
2. απειθαρχώ προς τους ανωτέρους, τους προϊσταμένους ή τους κηδεμόνες («οι φυλακισμένοι επαναστάτησαν»)
3. εξεγείρω, παρακινώ κάποιον να επαναστατήσει
4. (μτβ.) προκαλώ σε κάποιον ανησυχία, αναστάτωση, ταραχή.