κασκέτο

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. κάλυμμα του κεφαλιού με γείσο που χρησιμοποιείται ιδίως από τους ναυτικούς
2. στρατιωτικό πηλήκιο
3. μαθητικό πηλήκιο
4. κάθε άκομψο καπέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casc-etto].