θεόγονος
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
ον,
A born of God, divine, E.Or.346.
German (Pape)
[Seite 1195] von Gott geboren, von den Göttern abstammend, Eur. Or. 846; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεόγονος: -ον, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, θεῖος, Εὐρ. Ὀρ. 346.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né d’un dieu, divin ; né de Dieu.
Étymologie: θεός, γίγνομαι.
Greek Monolingual
θεόγονος, -ον (Α)
γεννημένος από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από-γονος, επί-γονος].