κεραστής

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραστής Medium diacritics: κεραστής Low diacritics: κεραστής Capitals: ΚΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kerastḗs Transliteration B: kerastēs Transliteration C: kerastis Beta Code: kerasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one that mixes, Ζεὺς πάντων κ. Orph.Fr.297.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεραστής) κεράννυμι
αυτός που ανακατεύει τα ποτά
νεοελλ.
αυτός που κερνάει τη συντροφιά, αυτός που πληρώνει το αντίτιμο τών ποτών ή τών γλυκών για όλους
νεοελλ.-μσν.
εκείνος που προσφέρει, που σερβίρει ποτά ή γλυκά.