κεραστής
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one that mixes, Ζεὺς πάντων κ. Orph.Fr.297.
Greek (Liddell-Scott)
κεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κεραστής) κεράννυμι
αυτός που ανακατεύει τα ποτά
νεοελλ.
αυτός που κερνάει τη συντροφιά, αυτός που πληρώνει το αντίτιμο τών ποτών ή τών γλυκών για όλους
νεοελλ.-μσν.
εκείνος που προσφέρει, που σερβίρει ποτά ή γλυκά.