κίχορα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίχορα Medium diacritics: κίχορα Low diacritics: κίχορα Capitals: ΚΙΧΟΡΑ
Transliteration A: kíchora Transliteration B: kichora Transliteration C: kichora Beta Code: ki/xora

English (LSJ)

ων, τά,

   A chicory, Cichorium Intybus, Nic.Al.429:—also κιχόρη, ἡ, Thphr.HP7.7.1: κιχόριον, τό, ib.1.10.7, al. (= ἀναγαλλίς, Dsc.2.178, s.v.l.); so called in Egypt, Plin.HN19.129: in pl., Ar.Fr. 293 (nisi leg. κιχόρεια, cf. Lat.c[icaron]chorē). [ῑ Nic.l.c., perh. metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1444] τά, Cichorien, Nic. Alex. 429.

Greek (Liddell-Scott)

κίχορα: -ων, τά, ἄγρια λάχανα, «ῥαδίκια», «πικραλίδες», Νικ. Ἀλ. 429· ― ὡσαύτως κιχόρεια, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 281) παρὰ Φωτ., Πολυδ. Ϛ', 62, μετὰ διάφ. γραφ. κιχόρια, ἀλλὰ τὸ cichorēa παρ’ Ὁρατ. ἐπιβεβαιοῖ τὸ πρῶτον. Παρὰ Θεοφρ. καὶ Διοσκ. κιχώρη, ἡ, κιχώριον, τό, εἶναι μόνον ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κιχόρη, κιχόριον. ῑ ἐν Νικ. ἔνθ. ἀνωτ.

Greek Monolingual

κίχορα, τὰ (Α)
το φυτό κιχόριοκίχορα καρδαμίδας τε», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και κληρονόμησαν οι ρομανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. chicoree < λατ. cichorēa)].