εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
κόλλη, ἡ (Α)συγκολλητική ουσία, κόλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κόλλα.