κοχλιάζων

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλιάζων Medium diacritics: κοχλιάζων Low diacritics: κοχλιάζων Capitals: ΚΟΧΛΙΑΖΩΝ
Transliteration A: kochliázōn Transliteration B: kochliazōn Transliteration C: kochliazon Beta Code: koxlia/zwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, in a machine, a kind of κοχλίας, Orib.49.20.6 (v.l. -άξων).

Greek Monolingual

κοχλιάζων, -οντος και κοχλιάξων, -ονος ὁ (Α)
είδος κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως εξάρτημα μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοχλιάζων δίνει την εντύπωση μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. κοχλιάζω (< κοχλίας). Ο παρλλ. τ. κοχλιάξων σχηματίστηκε πιθ. με επίδραση του ἄξων.