Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
το
1. ο καρπός της κουμαριάς
2. φρ. «δεν τρώω κούμαρα» — δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ό,τι μού λέει καθένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμαρον, με κώφωση].